γενεθλιαλογικός

γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλογικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γενεθλιαλογία
2. το θηλ. ως ουσ. η γενεθλιαλογική
η γενεθλιαλογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γενεθλιαλογικά — γενεθλιαλογικός of neut nom/voc/acc pl γενεθλιαλογικά̱ , γενεθλιαλογικός of fem nom/voc/acc dual γενεθλιαλογικά̱ , γενεθλιαλογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικῶν — γενεθλιαλογικός of fem gen pl γενεθλιαλογικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικόν — γενεθλιαλογικός of masc acc sg γενεθλιαλογικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικοῖς — γενεθλιαλογικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικοί — γενεθλιαλογικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικῆς — γενεθλιαλογικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικήν — γενεθλιαλογικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλιαλογικάς — γενεθλιαλογικά̱ς , γενεθλιαλογικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”